Λόγω του υψηλού ποσοστού ασυμπτωματικών περιπτώσεων, δεν θα πρέπει να συναρτάται ο έλεγχος με την ύπαρξη συμπτωμάτων. Άτομα με έντονη σεξουαλική ζωή και πολλούς συντρόφους θα πρέπει να υποβάλλονται ετησίως σε προληπτικό έλεγχο, ώστε η τυχόν λοίμωξη να διαγνωσθεί έγκαιρα. Ο έλεγχος γίνεται στους άντρες με λήψη υλικού από τις εκκρίσεις της ουρήθρας και στις γυναίκες με λήψη τραχηλικού ή ουρηθρικού δείγματος ή ούρων. Το δείγμα εξετάζεται σε μικροβιολογικό εργαστήριο με την κλασική μέθοδο της καλλιέργειας ή με άλλες νεότερες μεθόδους (άμεσος ανοσοφθορισμός με αντισώματα, PCR, τεχνικές ELISA κ.ά.). Πρέπει να επισημανθεί ότι με το τεστ-Παπ δεν διαγιγνώσκεται η ύπαρξη χλαμυδίων.

Φυσικά, ισχυρό μέσο πρόληψης κατά των χλαμυδίων είναι η χρήση προφύλαξης με μεθόδους φραγμού (όπως προφυλακτικό, κολπικό διάφραγμα κλπ.) κατά τις σεξουαλικές επαφές, οπότε μειώνεται ο κίνδυνος μετάδοσης της χλαμυδιακής λοίμωξης (και των υπόλοιπων σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων) έως και 65%. Επίσης, συνιστάται το πλύσιμο των χεριών μετά την επαφή τους με τα γεννητικά όργανα.

Συμπερασματικά, η πιθανότητα μετάδοσης χλαμυδίων κατά τις σεξουαλικές επαφές δεν θα πρέπει να προκαλεί υπέρμετρο φόβο ή άγχος, αλλά να οδηγεί στην ενημέρωση για το ζήτημα αυτό, ιδίως όσον αφορά τον τρόπο μετάδοσης, τα μέτρα πρόληψης και τα συμπτώματα της νόσου. Η ενημέρωση είναι καθοριστική, αφού συμβάλλει, κατ’ αρχάς, στην τήρηση των μέτρων πρόληψης και, δευτερευόντως, στην επαγρύπνηση για πιθανά συμπτώματα.